Anonymous

ἄχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄχαλκος]], -ον (AM) [[χαλκός]]<br />ο μη [[χάλκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα.
|mltxt=[[ἄχαλκος]], -ον (AM) [[χαλκός]]<br />ο μη [[χάλκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄχαλκος:''' -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, [[ἄχαλκος]] ἀσπίδων, δηλ. [[ἄνευ]] ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ.
}}
}}