ἄχαλκος

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχαλκος Medium diacritics: ἄχαλκος Low diacritics: άχαλκος Capitals: ΑΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: áchalkos Transliteration B: achalkos Transliteration C: achalkos Beta Code: a)/xalkos

English (LSJ)

ἄχαλκον, without brass, ἄχαλκος ἀσπίδων, i.e. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων S.OT191 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
1 carente de bronce, sin bronce c. gen. ἄ. ἀσπίδων falto de escudos de bronce de Ares cuando hay peste, S.OT 191.
2 sin moneda de cobre, sin blanca Gr.Naz.M.37.1180A.

German (Pape)

[Seite 417] ohne Erz, ἄχαλκος ἀσπίδων, ohne das Erz der Schilde, ohne eherne Schilde, Soph. O. R. 191.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans airain, sans cuivre : ἄχαλκος ἀσπίδων SOPH sans boucliers d'airain;
2 sans argent.
Étymologie: , χαλκός.

Russian (Dvoretsky)

ἄχαλκος: без меди, т. е. невооруженный (ἄ. ἀσπίδων Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄχαλκος: -ον, ἄνευ χαλκοῦ, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ χαλκῶν ἀσπίδων, Σοφ. Ο. Τ. 190· ― ἄνευ χρημάτων, ἄχαλκος καὶ ἄρραβδος καὶ μονοχίτων Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ἄχαλκος, -ον (AM) χαλκός
ο μη χάλκινος
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.

Greek Monotonic

ἄχαλκος: -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ.

Middle Liddell

without brass, ἄχαλκος ἀσπίδων, i. e. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων, Soph.