3,277,121
edits
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαθύκρημνος]], -ον (AM)<br />με ψηλούς βράχους, [[απόκρημνος]]. | |mltxt=[[βαθύκρημνος]], -ον (AM)<br />με ψηλούς βράχους, [[απόκρημνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰθύκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς και απότομους γκρεμούς· <i>ἅλς</i>, σε Πίνδ.· <i>βαθύκρημνοι ἀκταί</i>, υψηλές και απόκρημνες ακτές, στον ίδ. | |||
}} | }} |