Anonymous

βαθύκρημνος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαθύκρημνος]], -ον (AM)<br />με ψηλούς βράχους, [[απόκρημνος]].
|mltxt=[[βαθύκρημνος]], -ον (AM)<br />με ψηλούς βράχους, [[απόκρημνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς και απότομους γκρεμούς· <i>ἅλς</i>, σε Πίνδ.· <i>βαθύκρημνοι ἀκταί</i>, υψηλές και απόκρημνες ακτές, στον ίδ.
}}
}}