Anonymous

βαθύκρημνος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς και απότομους γκρεμούς· <i>ἅλς</i>, σε Πίνδ.· <i>βαθύκρημνοι ἀκταί</i>, υψηλές και απόκρημνες ακτές, στον ίδ.
|lsmtext='''βᾰθύκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς και απότομους γκρεμούς· <i>ἅλς</i>, σε Πίνδ.· <i>βαθύκρημνοι ἀκταί</i>, υψηλές και απόκρημνες ακτές, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύκρημνος:''' <b class="num">1)</b> утесистый, обрывистый (ἀκταί Pind.);<br /><b class="num">2)</b> с крутыми берегами (ἅλς Pind.).
}}
}}