Anonymous

ἀτρεμία: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀτρεμία]]) [[ατρεμής]]<br /><b>1.</b> το να μην τρέμει [[κάποιος]] ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αταραξία]], [[αφοβία]].
|mltxt=η (Α [[ἀτρεμία]]) [[ατρεμής]]<br /><b>1.</b> το να μην τρέμει [[κάποιος]] ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αταραξία]], [[αφοβία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρεμία:''' ἡ ([[ἀτρεμής]]), [[στάση]], [[ακινησία]], <i>ἀτρεμίαν ἔχειν</i> ή <i>ἄγειν</i>, σε Ξεν.
}}
}}