3,274,822
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἄχνη]], Α και [[ἄχνα]], δωρ. τ.)<br /><b>1.</b> [[αχνός]], [[ατμός]]<br /><b>2.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[αλεύρι]]<br /><b>3.</b> [[σκόνη]] από [[μέταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[υγρό]]) [[αφρός]] ([[ιδίως]] της θάλασσας)<br /><b>2.</b> [[δροσιά]], [[πάχνη]]<br /><b>3.</b> [[καπνός]]<br /><b>4.</b> το [[φλούδι]] που παρασύρει ο [[άνεμος]] [[κατά]] το [[λίχνισμα]], το [[λεπτό]] [[άχυρο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[εφίδρωση]]<br /><b>6.</b> [[γάζα]] από νήματα λινού υφάσματος, [[ξαντό]]<br /><b>7.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>ἄχνην</i><br />λίγο, ελάχιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[άχνη]] συνδέεται συγχρόνως με τις λ. <i>άχυρον</i> (με διαφορετικό [[επίθημα]]) και [[αφρός]]. Η λ. [[άχνη]] απαντά στην [[Ιλιάδα]] και δηλώνει «το [[λεπτό]] [[φλούδι]] του σταριού», απ' όπου προέκυψαν οι μεταγενέστερες σημασίες «[[χνούδι]] κυδωνιού», «[[γάζα]] από λινό ύφασμα, [[ξαντό]]» (Ιπποκράτης), «λεπτότατο ύφασμα» (Σοφοκλής) και «[[σκόνη]] από [[μέταλλο]]» ([[Πλούταρχος]]). Στην [[ποίηση]], [[επίσης]], ο όρος [[άχνη]] χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «τον αφρό», [[ιδίως]] της θάλασσας ([[Όμηρος]]), [[αλλά]] και του κρασιού (Ευριπίδης) και των δακρύων (Σοφοκλής). Τέλος, συνεκδοχικά στον Σοφοκλή δηλώνει και «τη [[δροσιά]]», ως [[ιατρικός]] όρος δε στον Ιπποκράτη «την [[εφίδρωση]]». Βλ. και λ. <i>ακ</i>-]. | |mltxt=η (AM [[ἄχνη]], Α και [[ἄχνα]], δωρ. τ.)<br /><b>1.</b> [[αχνός]], [[ατμός]]<br /><b>2.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[αλεύρι]]<br /><b>3.</b> [[σκόνη]] από [[μέταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[υγρό]]) [[αφρός]] ([[ιδίως]] της θάλασσας)<br /><b>2.</b> [[δροσιά]], [[πάχνη]]<br /><b>3.</b> [[καπνός]]<br /><b>4.</b> το [[φλούδι]] που παρασύρει ο [[άνεμος]] [[κατά]] το [[λίχνισμα]], το [[λεπτό]] [[άχυρο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[εφίδρωση]]<br /><b>6.</b> [[γάζα]] από νήματα λινού υφάσματος, [[ξαντό]]<br /><b>7.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>ἄχνην</i><br />λίγο, ελάχιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[άχνη]] συνδέεται συγχρόνως με τις λ. <i>άχυρον</i> (με διαφορετικό [[επίθημα]]) και [[αφρός]]. Η λ. [[άχνη]] απαντά στην [[Ιλιάδα]] και δηλώνει «το [[λεπτό]] [[φλούδι]] του σταριού», απ' όπου προέκυψαν οι μεταγενέστερες σημασίες «[[χνούδι]] κυδωνιού», «[[γάζα]] από λινό ύφασμα, [[ξαντό]]» (Ιπποκράτης), «λεπτότατο ύφασμα» (Σοφοκλής) και «[[σκόνη]] από [[μέταλλο]]» ([[Πλούταρχος]]). Στην [[ποίηση]], [[επίσης]], ο όρος [[άχνη]] χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «τον αφρό», [[ιδίως]] της θάλασσας ([[Όμηρος]]), [[αλλά]] και του κρασιού (Ευριπίδης) και των δακρύων (Σοφοκλής). Τέλος, συνεκδοχικά στον Σοφοκλή δηλώνει και «τη [[δροσιά]]», ως [[ιατρικός]] όρος δε στον Ιπποκράτη «την [[εφίδρωση]]». Βλ. και λ. <i>ακ</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄχνη:''' Δωρ. [[ἄχνα]], ἡ, οτιδήποτε ανεβαίνει στην [[επιφάνεια]],<br /><b class="num">I.</b> [[αφρός]], άφρισμα, λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[κρασί]], σε Ευρ.· [[ἄχνη]] [[οὐρανία]], η [[δροσιά]] του ουρανού, σε Σοφ.· δακρύων [[ἄχνη]], τα [[δροσερά]] δάκρυα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για υγρά, [[άχυρο]] που παρασύρεται κατά το [[λίχνισμα]] , στον άνεμο, σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[χνούδι]] φρούτων, σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> <i>ἄχνην</i> στην αιτ. ως επίρρ., λίγο, [[κομματάκι]], το μικρότερο [[κομμάτι]], το ελάχιστο, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |