3,277,637
edits
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄχολος]], -ον) [[χόλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[χολή]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν οργίζεται εύκολα, [[πράος]], [[ήρεμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκακος]], [[αθώος]] («άχολο [[περιστέρι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που εμποδίζει την υπερβολική [[έκκριση]] χολής<br /><b>2.</b> αυτός που καταπραΰνει τον θυμό («[[φάρμακον]].... νηπενθές τ' ἄχολόν τε», Όμ.). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄχολος]], -ον) [[χόλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[χολή]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν οργίζεται εύκολα, [[πράος]], [[ήρεμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκακος]], [[αθώος]] («άχολο [[περιστέρι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που εμποδίζει την υπερβολική [[έκκριση]] χολής<br /><b>2.</b> αυτός που καταπραΰνει τον θυμό («[[φάρμακον]].... νηπενθές τ' ἄχολόν τε», Όμ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄχολος:''' -ον, αυτός που καταπραΰνει τη [[χολή]] ή την [[οργή]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |