Anonymous

ἄχολος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄχολος]], -ον) [[χόλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[χολή]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν οργίζεται εύκολα, [[πράος]], [[ήρεμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκακος]], [[αθώος]] («άχολο [[περιστέρι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που εμποδίζει την υπερβολική [[έκκριση]] χολής<br /><b>2.</b> αυτός που καταπραΰνει τον θυμό («[[φάρμακον]].... νηπενθές τ' ἄχολόν τε», Όμ.).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄχολος]], -ον) [[χόλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[χολή]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν οργίζεται εύκολα, [[πράος]], [[ήρεμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκακος]], [[αθώος]] («άχολο [[περιστέρι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που εμποδίζει την υπερβολική [[έκκριση]] χολής<br /><b>2.</b> αυτός που καταπραΰνει τον θυμό («[[φάρμακον]].... νηπενθές τ' ἄχολόν τε», Όμ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄχολος:''' -ον, αυτός που καταπραΰνει τη [[χολή]] ή την [[οργή]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}