Anonymous

ἄχολος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄχολος:''' -ον, αυτός που καταπραΰνει τη [[χολή]] ή την [[οργή]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἄχολος:''' -ον, αυτός που καταπραΰνει τη [[χολή]] ή την [[οργή]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄχολος:''' <b class="num">1)</b> не имеющий желчи ([[ἧπαρ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> разгоняющий желчь, т. е. успокоительный ([[φάρμακον]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> кроткий (sc. ζῷα Arst.).
}}
}}