Anonymous

αὐτάγρετος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτάγρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αυτοπροαίρετος]], [[εκούσιος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο έχει πιάσει [[κάποιος]] με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>3.</b> αυτός που εκλέγει ελεύθερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>αγρετός</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγρώ]] (-<i>έω</i>) «[[πιάνω]], [[καταλαμβάνω]]»].
|mltxt=[[αὐτάγρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αυτοπροαίρετος]], [[εκούσιος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο έχει πιάσει [[κάποιος]] με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>3.</b> αυτός που εκλέγει ελεύθερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>αγρετός</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγρώ]] (-<i>έω</i>) «[[πιάνω]], [[καταλαμβάνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτάγρετος:''' -ον ([[ἀγρέω]]), αυτός που έχει επιλέξει τον εαυτό του, που αφήνεται στη δική του [[επιλογή]], [[αυθαίρετος]], σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.
}}
}}