Anonymous

ἄφρων: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ονος), -ον (AM [[ἄφρων]]) [[φρην]]<br /><b>1.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>2.</b> [[παράλογος]], [[τρελός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄφρον</i><br />η [[αφροσύνη]].
|mltxt=(-ονος), -ον (AM [[ἄφρων]]) [[φρην]]<br /><b>1.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>2.</b> [[παράλογος]], [[τρελός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄφρον</i><br />η [[αφροσύνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που δεν έχει αισθήσεις, λέγεται για τα αγάλματα, σε Ξεν.· [[παράφρων]], [[μανιώδης]] ή [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Όμηρ., Αττ.· τὸἄφρον = [[ἀφροσύνη]], σε Θουκ.· επίρρ. [[ἀφρόνως]], ανόητα, σε Σοφ.
}}
}}