Anonymous

ἄφρων: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που δεν έχει αισθήσεις, λέγεται για τα αγάλματα, σε Ξεν.· [[παράφρων]], [[μανιώδης]] ή [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Όμηρ., Αττ.· τὸἄφρον = [[ἀφροσύνη]], σε Θουκ.· επίρρ. [[ἀφρόνως]], ανόητα, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που δεν έχει αισθήσεις, λέγεται για τα αγάλματα, σε Ξεν.· [[παράφρων]], [[μανιώδης]] ή [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Όμηρ., Αττ.· τὸἄφρον = [[ἀφροσύνη]], σε Θουκ.· επίρρ. [[ἀφρόνως]], ανόητα, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄφρων:''' gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> лишенный сознания, бесчувственный (εἴδωλα ἄφρωνά τε καὶ ἀκίνητα Xen.);<br /><b class="num">2)</b> безрассудный, безумный Hom., Hes., Xen., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> неистовый, бешеный Hom., Aesch., Soph.
}}
}}