Anonymous

βαιός: Difference between revisions

From LSJ
909 bytes added ,  30 December 2018
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαιός]], -ά, -όν (Α)<br />|. 1. [[μικρός]], [[λίγος]]<br /><b>2.</b> [[ελλιπής]], [[λιγοστός]]<br /><b>3.</b> [[ταπεινός]]<br /><b>4.</b> [[τιποτένιος]], [[ποταπός]]<br /><b>5.</b> (για [[φωνή]]) [[χαμηλός]], [[σιγανός]]<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[σύντομος]]<br />II. (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>βαιόν</i><br />λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας].
|mltxt=[[βαιός]], -ά, -όν (Α)<br />|. 1. [[μικρός]], [[λίγος]]<br /><b>2.</b> [[ελλιπής]], [[λιγοστός]]<br /><b>3.</b> [[ταπεινός]]<br /><b>4.</b> [[τιποτένιος]], [[ποταπός]]<br /><b>5.</b> (για [[φωνή]]) [[χαμηλός]], [[σιγανός]]<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[σύντομος]]<br />II. (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>βαιόν</i><br />λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαιός:''' -ά, -όν, [[μικρός]], [[λίγος]], [[ανεπαρκής]], [[πενιχρός]] και, όταν λέγεται για νούμερα, [[ελάχιστος]], σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ.· ἐχώρει [[βαιός]], πήγαινε με <i>ανεπαρκή [[συνοδεία]]</i>, δηλ. [[μόνος]], στον ίδ.· λέγεται για [[κατάσταση]], [[χαμηλός]], [[χαμερπής]], [[πρόστυχος]], [[άθλιος]], [[ταπεινός]], στον ίδ.· χρησιμοποιείται για χρόνο, [[βραχύς]], [[σύντομος]], σε Σόλ., Σοφ.· το ουδ. <i>βαιόν</i> ως επίρρ., ελάχιστα, στον ίδ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] το ουδ. στον πληθ. <i>βαιά</i>, σε Αριστοφ.· πρβλ. το Ιων. [[ἠβαιός]].
}}
}}