Anonymous

ἀτιτάλλω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτιτάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανατρέφω]], [[ανασταίνω]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>2.</b> [[περιποιούμαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[αποπλανώ]], [[παρασύρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αταλός]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].
|mltxt=[[ἀτιτάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανατρέφω]], [[ανασταίνω]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>2.</b> [[περιποιούμαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[αποπλανώ]], [[παρασύρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αταλός]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτῐτάλλω:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του [[ἀτάλλω]], [[ανατρέφω]] [[παιδί]], [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[επιβλέπω]], σε Όμηρ.· λέγεται για άλογα, Παθ., <i>χῆν ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}