Anonymous

ἀτιτάλλω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτῐτάλλω:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του [[ἀτάλλω]], [[ανατρέφω]] [[παιδί]], [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[επιβλέπω]], σε Όμηρ.· λέγεται για άλογα, Παθ., <i>χῆν ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀτῐτάλλω:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του [[ἀτάλλω]], [[ανατρέφω]] [[παιδί]], [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[επιβλέπω]], σε Όμηρ.· λέγεται για άλογα, Παθ., <i>χῆν ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτῐτάλλω:''' (ᾰτ)<br /><b class="num">1)</b> выращивать, воспитывать (παῖδα Hom.; Ζῆνα ἐν Κρήτῃ Hes.; [[γόνον]] Pind.; [[βρέφος]] νεογιλλόν Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> лелеять, холить или украшать (πάντεσσι καλοῖς Ἄδωνιν Theocr.).
}}
}}