Anonymous

βαλιός: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαλιός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[παρδαλός]], με στίγματα, βούλες διαφορετικού χρώματος<br /><b>2.</b> γρήγορος<br /><b>3.</b> (το αρσ. παροξύτονο, ως κύρ. όν.) <i>Βαλίος</i>, ο<br />το ένα από τα άλογα του Αχιλλέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από [[γλώσσα]] όπου το αρχικό <i>bh</i> αντιπροσωπεύεται με -<i>b</i>-, [[φθόγγος]] πολύ [[σπάνιος]] στην Ινδοευρωπαϊκή. Η κατάλ. -<i>i</i>(<i>F</i>)<i>os</i> του τ. [[συνήθης]] στα επίθετα που δηλώνουν χρώματα (<b>[[πρβλ]].</b> [[πολιός]], [[φαλιός]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[βαλιός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[παρδαλός]], με στίγματα, βούλες διαφορετικού χρώματος<br /><b>2.</b> γρήγορος<br /><b>3.</b> (το αρσ. παροξύτονο, ως κύρ. όν.) <i>Βαλίος</i>, ο<br />το ένα από τα άλογα του Αχιλλέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από [[γλώσσα]] όπου το αρχικό <i>bh</i> αντιπροσωπεύεται με -<i>b</i>-, [[φθόγγος]] πολύ [[σπάνιος]] στην Ινδοευρωπαϊκή. Η κατάλ. -<i>i</i>(<i>F</i>)<i>os</i> του τ. [[συνήθης]] στα επίθετα που δηλώνουν χρώματα (<b>[[πρβλ]].</b> [[πολιός]], [[φαλιός]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλιός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[διάστικτος]], [[παρδαλός]], πιτσιλωτός, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως παροξ., <i>Βαλίος</i>, όνομα ενός από τα άλογα του Αχιλλέα, «Παρδάλης», σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}