Anonymous

βαρύγουνος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρύγουνος]] και [[βαρυγούνατος]], -ον (Α)<br />αυτός που νιώθει [[βαριά]] τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γόνυ]] (γεν. <i>γόνατος</i> και <i>γούνατος</i> και [[γουνός]])].
|mltxt=[[βαρύγουνος]] και [[βαρυγούνατος]], -ον (Α)<br />αυτός που νιώθει [[βαριά]] τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γόνυ]] (γεν. <i>γόνατος</i> και <i>γούνατος</i> και [[γουνός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύγουνος:''' -ον ([[γόνυ]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[γόνατα]], [[οκνηρός]], σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ.
}}
}}