Anonymous

βαρύγουνος: Difference between revisions

From LSJ
1a
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύγουνος:''' -ον ([[γόνυ]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[γόνατα]], [[οκνηρός]], σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''βᾰρύγουνος:''' -ον ([[γόνυ]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[γόνατα]], [[οκνηρός]], σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γόνυ]]<br />[[heavy]]-kneed, [[lazy]], Call.
}}
}}