3,276,932
edits
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βέομαι]] και [[βείομαι]] (Α)<br />θα ζήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βέομαι]] ανήκει στην [[ίδια]] [[ομάδα]] με τα [[βίος]]- <i>εβίων</i>, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με [[σημασία]] μέλλοντος και θεωρείται [[υποτακτική]] με βραχύ [[φωνήεν]] ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>ey</i>(<i>∂</i>)-, με απαθή την πρώτη [[συλλαβή]] και συνεσταλμένη τη δεύτερη (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>gaya</i>- «ζωή», αρχ. ινδ. <i>gaya</i>- «το [[αγαθό]] της ζωής»). Με [[βάση]] την [[άποψη]] αυτή ο τ. [[βείομαι]] [[είναι]] πιθ. [[αποτέλεσμα]] μετρικής έκτασης [[μολονότι]] έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι το [[βείομαι]] δεν [[είναι]] [[υποτακτική]] [[αλλά]] οριστική ενεστώτα]. | |mltxt=[[βέομαι]] και [[βείομαι]] (Α)<br />θα ζήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βέομαι]] ανήκει στην [[ίδια]] [[ομάδα]] με τα [[βίος]]- <i>εβίων</i>, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με [[σημασία]] μέλλοντος και θεωρείται [[υποτακτική]] με βραχύ [[φωνήεν]] ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>ey</i>(<i>∂</i>)-, με απαθή την πρώτη [[συλλαβή]] και συνεσταλμένη τη δεύτερη (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>gaya</i>- «ζωή», αρχ. ινδ. <i>gaya</i>- «το [[αγαθό]] της ζωής»). Με [[βάση]] την [[άποψη]] αυτή ο τ. [[βείομαι]] [[είναι]] πιθ. [[αποτέλεσμα]] μετρικής έκτασης [[μολονότι]] έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι το [[βείομαι]] δεν [[είναι]] [[υποτακτική]] [[αλλά]] οριστική ενεστώτα]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βέομαι:''' και [[βείομαι]], βʹ ενικ. <i>βέῃ</i>, σε Όμηρ. με [[σημασία]] μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το [[βιόω]])· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |