Anonymous

βέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βέομαι:''' και [[βείομαι]], βʹ ενικ. <i>βέῃ</i>, σε Όμηρ. με [[σημασία]] μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το [[βιόω]])· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του [[βαίνω]].
|lsmtext='''βέομαι:''' και [[βείομαι]], βʹ ενικ. <i>βέῃ</i>, σε Όμηρ. με [[σημασία]] μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το [[βιόω]])· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βέομαι:''' и [[βείομαι]] fut. к [[βιόω]] (только 1 и 2 л. sing.) жить; ἐγὼ τί νυ [[βείομαι]]; Hom. к чему мне теперь жить?
}}
}}