Anonymous

γενεά: Difference between revisions

From LSJ
2,369 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γενιά]], η (AM [[γενεά]], Α και γενεή, Μ και γενέα)<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας<br /><b>2.</b> [[φυλή]], [[έθνος]] (ανθρώπων)<br /><b>3.</b> [[είδος]], [[ράτσα]] (ζώων)<br /><b>4.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο<br /><b>5.</b> [[συγγένεια]]<br /><b>6.</b> χρονική [[περίοδος]] που απαιτείται για να φθάσει [[κανείς]] σε ώριμη [[ηλικία]], [[περίπου]] 30 [[χρόνια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[δευτέρα]] [[γενεά]]» — οι εγγονοί<br /><b>2.</b> «[[τρίτη]] [[γενεά]]» — οι δισέγγονοι<br /><b>3.</b> «τον πέρασα γενεές [[δεκατέσσερεις]]» — του έβρισα όλη την [[οικογένεια]] ώς τους πιο μακρινούς προγόνους του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φυσιογνωμική]] [[ομοιότητα]] τών συγγενών, ο [[οικογενειακός]] [[τύπος]]<br /><b>2.</b> [[τέκνο]] ή [[τέκνα]]<br /><b>3.</b> [[τάξη]], [[κατηγορία]]<br /><b>4.</b> [[τόπος]] γεννήσεως, [[πατρίδα]]<br /><b>5.</b> ο [[χρόνος]], η [[εποχή]] της γέννησης κάποιου<br /><b>6.</b> η [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γενε</i>-<i>ά</i><br />από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>γενε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>γεν∂</i>-) της ρίζας <i>γεν</i>- του [[γίγνομαι]], με σημασιολογική και μορφολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[γένος]]. Ο νεοελλ. τ. [[γενιά]] <span style="color: red;"><</span> [[γενεά]], με [[συνίζηση]]].
|mltxt=και [[γενιά]], η (AM [[γενεά]], Α και γενεή, Μ και γενέα)<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας<br /><b>2.</b> [[φυλή]], [[έθνος]] (ανθρώπων)<br /><b>3.</b> [[είδος]], [[ράτσα]] (ζώων)<br /><b>4.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο<br /><b>5.</b> [[συγγένεια]]<br /><b>6.</b> χρονική [[περίοδος]] που απαιτείται για να φθάσει [[κανείς]] σε ώριμη [[ηλικία]], [[περίπου]] 30 [[χρόνια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[δευτέρα]] [[γενεά]]» — οι εγγονοί<br /><b>2.</b> «[[τρίτη]] [[γενεά]]» — οι δισέγγονοι<br /><b>3.</b> «τον πέρασα γενεές [[δεκατέσσερεις]]» — του έβρισα όλη την [[οικογένεια]] ώς τους πιο μακρινούς προγόνους του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φυσιογνωμική]] [[ομοιότητα]] τών συγγενών, ο [[οικογενειακός]] [[τύπος]]<br /><b>2.</b> [[τέκνο]] ή [[τέκνα]]<br /><b>3.</b> [[τάξη]], [[κατηγορία]]<br /><b>4.</b> [[τόπος]] γεννήσεως, [[πατρίδα]]<br /><b>5.</b> ο [[χρόνος]], η [[εποχή]] της γέννησης κάποιου<br /><b>6.</b> η [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γενε</i>-<i>ά</i><br />από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>γενε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>γεν∂</i>-) της ρίζας <i>γεν</i>- του [[γίγνομαι]], με σημασιολογική και μορφολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[γένος]]. Ο νεοελλ. τ. [[γενιά]] <span style="color: red;"><</span> [[γενεά]], με [[συνίζηση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενεά:''' -ᾶς, Ιων. [[γενεή]], -ῆς, ἡ, Επικ. δοτ. [[γενεῆφι]] ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τα πρόσωπα μέσα σε μια [[οικογένεια]]·<br /><b class="num">1.</b> [[φυλή]], [[φατρία]], [[οικογένεια]], σε Όμηρ. κ.λπ.· Πριάμου [[γενεή]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ γενεῆς</i>, σύμφωνα με την [[καταγωγή]] του, στο ίδ.· <i>γενεῇ</i>, με [[δικαίωμα]] από την [[καταγωγή]], σε Ομήρ. Οδ.· γενεὴν [[Αἰτωλός]], ως προς την [[καταγωγή]] είναι [[Αιτωλός]], σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα άλογα, [[ράτσα]], [[γένος]], στο ίδ.· γενικά, <i>γενεήν</i>, σύμφωνα με το είδος, σε Ηρόδ.· επίσης, [[φυλή]], [[έθνος]]· Περσῶν [[γενεά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[νέα]] [[γενιά]], [[έθνος]], οἵηπερ φύλλων γενεὴ τοιήδε καὶ [[ἀνδρῶν]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[δύο]] γενεαὶ ἀνθρώπων, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[απόγονος]], τέκνο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· λέγεται και για μεμονωμένα πρόσωπα (και για ένα μόνο [[πρόσωπο]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για το χώρο και το χρόνο σε [[συσχέτιση]] με τη [[γέννηση]]·<br /><b class="num">1.</b> [[τόπος]] γέννησης· <i>γενεὴ ἐπὶ λίμνῃ Γυγαίῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη [[φωλιά]] ενός αετού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ηλικία]], η [[διάρκεια]] της ζωής, [[ιδίως]] σε φράσεις όπως: γενεῇ [[νεώτατος]], <i>πρεσβύτατος</i>, πιο [[νέος]], πιο ηλικιωμένος στην [[ηλικία]] ή βάσει γεννήσεως, σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[χρόνος]] της γέννησης· <i>ἐκ γενεῆς</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἀπὸ γενεῆς</i>, σε Ξεν.
}}
}}