Anonymous

γενεά: Difference between revisions

From LSJ
1,587 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γενεά:''' -ᾶς, Ιων. [[γενεή]], -ῆς, ἡ, Επικ. δοτ. [[γενεῆφι]] ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τα πρόσωπα μέσα σε μια [[οικογένεια]]·<br /><b class="num">1.</b> [[φυλή]], [[φατρία]], [[οικογένεια]], σε Όμηρ. κ.λπ.· Πριάμου [[γενεή]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ γενεῆς</i>, σύμφωνα με την [[καταγωγή]] του, στο ίδ.· <i>γενεῇ</i>, με [[δικαίωμα]] από την [[καταγωγή]], σε Ομήρ. Οδ.· γενεὴν [[Αἰτωλός]], ως προς την [[καταγωγή]] είναι [[Αιτωλός]], σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα άλογα, [[ράτσα]], [[γένος]], στο ίδ.· γενικά, <i>γενεήν</i>, σύμφωνα με το είδος, σε Ηρόδ.· επίσης, [[φυλή]], [[έθνος]]· Περσῶν [[γενεά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[νέα]] [[γενιά]], [[έθνος]], οἵηπερ φύλλων γενεὴ τοιήδε καὶ [[ἀνδρῶν]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[δύο]] γενεαὶ ἀνθρώπων, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[απόγονος]], τέκνο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· λέγεται και για μεμονωμένα πρόσωπα (και για ένα μόνο [[πρόσωπο]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για το χώρο και το χρόνο σε [[συσχέτιση]] με τη [[γέννηση]]·<br /><b class="num">1.</b> [[τόπος]] γέννησης· <i>γενεὴ ἐπὶ λίμνῃ Γυγαίῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη [[φωλιά]] ενός αετού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ηλικία]], η [[διάρκεια]] της ζωής, [[ιδίως]] σε φράσεις όπως: γενεῇ [[νεώτατος]], <i>πρεσβύτατος</i>, πιο [[νέος]], πιο ηλικιωμένος στην [[ηλικία]] ή βάσει γεννήσεως, σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[χρόνος]] της γέννησης· <i>ἐκ γενεῆς</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἀπὸ γενεῆς</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''γενεά:''' -ᾶς, Ιων. [[γενεή]], -ῆς, ἡ, Επικ. δοτ. [[γενεῆφι]] ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τα πρόσωπα μέσα σε μια [[οικογένεια]]·<br /><b class="num">1.</b> [[φυλή]], [[φατρία]], [[οικογένεια]], σε Όμηρ. κ.λπ.· Πριάμου [[γενεή]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ γενεῆς</i>, σύμφωνα με την [[καταγωγή]] του, στο ίδ.· <i>γενεῇ</i>, με [[δικαίωμα]] από την [[καταγωγή]], σε Ομήρ. Οδ.· γενεὴν [[Αἰτωλός]], ως προς την [[καταγωγή]] είναι [[Αιτωλός]], σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα άλογα, [[ράτσα]], [[γένος]], στο ίδ.· γενικά, <i>γενεήν</i>, σύμφωνα με το είδος, σε Ηρόδ.· επίσης, [[φυλή]], [[έθνος]]· Περσῶν [[γενεά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[νέα]] [[γενιά]], [[έθνος]], οἵηπερ φύλλων γενεὴ τοιήδε καὶ [[ἀνδρῶν]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[δύο]] γενεαὶ ἀνθρώπων, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[απόγονος]], τέκνο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· λέγεται και για μεμονωμένα πρόσωπα (και για ένα μόνο [[πρόσωπο]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για το χώρο και το χρόνο σε [[συσχέτιση]] με τη [[γέννηση]]·<br /><b class="num">1.</b> [[τόπος]] γέννησης· <i>γενεὴ ἐπὶ λίμνῃ Γυγαίῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη [[φωλιά]] ενός αετού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ηλικία]], η [[διάρκεια]] της ζωής, [[ιδίως]] σε φράσεις όπως: γενεῇ [[νεώτατος]], <i>πρεσβύτατος</i>, πιο [[νέος]], πιο ηλικιωμένος στην [[ηλικία]] ή βάσει γεννήσεως, σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[χρόνος]] της γέννησης· <i>ἐκ γενεῆς</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἀπὸ γενεῆς</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''γενεά:''' (ᾱ), ион. [[γενεή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> род, происхождение: Λἰτωλὸς γενεήν Hom. этолянин родом;<br /><b class="num">2)</b> место происхождения, родина (γ. ἐπὶ λίμνῃ Γιγαίῃ Hom.): ὅτι οἱ γ. τε [[τόκος]] τε Hom. откуда он родом;<br /><b class="num">3)</b> род, племя ([[ἀνδρῶν]] Hom.; Περσῶν Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> рождение: ἐκ γενεῆς Her. и ἀπὸ γενεᾶς Xen., Polyb. с рождения, с раннего детства;<br /><b class="num">5)</b> поколение ([[δύο]] γενεαὶ ἀνθρώπων Hom.; διὰ πολλῶν γενεῶν Arst.): ἐς δεκάτην γενεήν Hom. до десятого поколения; πολλαῖς γενεαῖς Thuc. и ἐπὶ πολλὰς γενεάς Plat. спустя много поколений;<br /><b class="num">6)</b> возраст: γενεῇ ([[γενεῆφι]]) [[ὁπλότερος]] или νεωτερος Hom. младший годами;<br /><b class="num">7)</b> век, время: ἡ [[ἀνθρωπηΐη]] γ. Her. человеческий век (в отличие от века богов и героев), т. е. историческое время;<br /><b class="num">8)</b> тж. pl. отпрыск, потомок, потомство ([[Διός]] Hom.; χρηματα καὶ γενεαί Plut.; οἱ ἔχοντες γενεάς Polyb.).
}}
}}