3,274,418
edits
(7) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εία, -ύ (AM [[βραχύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μικρό [[μήκος]] ή ύψος, [[κοντός]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[σύντομος]]<br /><b>3.</b> «βραχεία [[συλλαβή]]» ή «βραχύ [[φωνήεν]]» — [[συλλαβή]] ή [[φωνήεν]] των οποίων η [[προφορά]] διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[απόσταση]]) [[σύντομος]], [[κοντινός]]<br /><b>2.</b> (για αριθμό) [[μικρός]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[ασήμαντος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[ευτελής]], [[μηδαμινός]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) <i>βραχύ</i>, <i>το</i> και «ἐν βραχεῑ», «[[πρός]] βραχύ» — για λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως <span style="color: red;"><</span> <i>mrghu</i>- «[[βραχύς]]», [[συγγενής]] με αρκετούς τύπους της Ινδοϊρανικής και Γερμανικής, που ανάγονται στην [[ίδια]] [[ρίζα]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>muhuh</i>, <i>muhu</i> «[[ξαφνικά]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>mrhu</i>-) αβεστ. <i>mƏrƏzu</i>- «[[βραχύς]]», που απαντά ως α' συνθετικό στο <i>mƏrƏzuj</i><i>ē</i><i>ti</i>-, <i>mƏrƏzu</i>-<i>j</i> (<i>ĩ</i>) <i>va</i>-, αρχ. άνω γερμ. (<i>murg</i> (<i>i</i>) «[[βραχύς]]», γοτθ. <i>maurgus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ga</i>-<i>maurgjan</i> «[[βραχύνω]]» κ.ά. Τέλος το λατ. <i>brevis</i> «[[βραχύς]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>mreghu</i>-<i>i</i>-), με διαφορετική μεταπτωτική [[βαθμίδα]], συσχετίζεται από μερικούς με την [[ίδια]] [[ομάδα]] λέξεων.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βραχύνω]], [[βραχύτητα]] (-<i>της</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>βραχυ</i>-. (Β' συνθετικό) <i>βίβραχυς</i>, [[πεντάβραχυς]], [[τρίβραχυς]] <b>αρχ.</b> [[αμφίβραχυς]], <i>απαλοβραχύς</i>, [[εξάβραχυς]], [[ημίβραχυς]], [[μεσόβραχυς]], [[ολόβραχυς]], [[πρόβραχυς]], [[τετράβραχυς]], [[υπόβραχυς]]]. | |mltxt=-εία, -ύ (AM [[βραχύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μικρό [[μήκος]] ή ύψος, [[κοντός]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[σύντομος]]<br /><b>3.</b> «βραχεία [[συλλαβή]]» ή «βραχύ [[φωνήεν]]» — [[συλλαβή]] ή [[φωνήεν]] των οποίων η [[προφορά]] διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[απόσταση]]) [[σύντομος]], [[κοντινός]]<br /><b>2.</b> (για αριθμό) [[μικρός]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[ασήμαντος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[ευτελής]], [[μηδαμινός]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) <i>βραχύ</i>, <i>το</i> και «ἐν βραχεῑ», «[[πρός]] βραχύ» — για λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως <span style="color: red;"><</span> <i>mrghu</i>- «[[βραχύς]]», [[συγγενής]] με αρκετούς τύπους της Ινδοϊρανικής και Γερμανικής, που ανάγονται στην [[ίδια]] [[ρίζα]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>muhuh</i>, <i>muhu</i> «[[ξαφνικά]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>mrhu</i>-) αβεστ. <i>mƏrƏzu</i>- «[[βραχύς]]», που απαντά ως α' συνθετικό στο <i>mƏrƏzuj</i><i>ē</i><i>ti</i>-, <i>mƏrƏzu</i>-<i>j</i> (<i>ĩ</i>) <i>va</i>-, αρχ. άνω γερμ. (<i>murg</i> (<i>i</i>) «[[βραχύς]]», γοτθ. <i>maurgus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ga</i>-<i>maurgjan</i> «[[βραχύνω]]» κ.ά. Τέλος το λατ. <i>brevis</i> «[[βραχύς]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>mreghu</i>-<i>i</i>-), με διαφορετική μεταπτωτική [[βαθμίδα]], συσχετίζεται από μερικούς με την [[ίδια]] [[ομάδα]] λέξεων.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βραχύνω]], [[βραχύτητα]] (-<i>της</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>βραχυ</i>-. (Β' συνθετικό) <i>βίβραχυς</i>, [[πεντάβραχυς]], [[τρίβραχυς]] <b>αρχ.</b> [[αμφίβραχυς]], <i>απαλοβραχύς</i>, [[εξάβραχυς]], [[ημίβραχυς]], [[μεσόβραχυς]], [[ολόβραχυς]], [[πρόβραχυς]], [[τετράβραχυς]], [[υπόβραχυς]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βραχύς:''' -εῖα, (Ιων. -έα), -ύ, συγκρ. [[βραχύτερος]], [[βραχίων]], υπερθ. [[βραχύτατος]], [[βράχιστος]]· [[σύντομος]], Λατ. [[brevis]].<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον χώρο και τον χρόνο, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐν βραχεῖ</i> (Ιων. <i>βραχέϊ</i>), σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], συνοπτικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>διὰ βραχέος</i>, σε Θουκ.· επίρρ., [[βραχέως]], ανεπαρκώς, λίγο, [[σπανίως]], σε αραιά διαστήματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για το [[μέγεθος]], [[κοντός]], [[μικρός]], [[λίγος]], σε Πίνδ., Σοφ.· βραχὺ [[τεῖχος]], το [[κοντό]], χαμηλό [[τείχος]], σε Θουκ.· <i>κατὰ βραχύ</i>, λίγο-λίγο, σταδιακά, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται και για [[ποσότητα]], [[λίγος]]· <i>διὰ βραχέων</i>, με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.· <i>διὰ βραχυτάτων</i>, σε Δημ.· επίρρ., [[βραχέως]], [[σύντομα]], περιληπτικά, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> επίσης χρησιμοποιείται και για [[ποιότητα]], [[ταπεινός]], [[ασήμαντος]], σε Σοφ.· λέγεται και για πράγματα, [[μικρός]], [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]], στον ίδ. κ.λπ.· ουδ. ως επίρρ., <i>βραχὺ φροντίζειν τινός</i>, [[σκέφτομαι]] επιπόλαια, αψήφιστα, ασυλλόγιστα για [[κάτι]], [[αδιαφορώ]], σε Δημ. | |||
}} | }} |