Anonymous

βραχύς: Difference between revisions

From LSJ
1,485 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βραχύς:''' -εῖα, (Ιων. -έα), -ύ, συγκρ. [[βραχύτερος]], [[βραχίων]], υπερθ. [[βραχύτατος]], [[βράχιστος]]· [[σύντομος]], Λατ. [[brevis]].<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον χώρο και τον χρόνο, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐν βραχεῖ</i> (Ιων. <i>βραχέϊ</i>), σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], συνοπτικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>διὰ βραχέος</i>, σε Θουκ.· επίρρ., [[βραχέως]], ανεπαρκώς, λίγο, [[σπανίως]], σε αραιά διαστήματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για το [[μέγεθος]], [[κοντός]], [[μικρός]], [[λίγος]], σε Πίνδ., Σοφ.· βραχὺ [[τεῖχος]], το [[κοντό]], χαμηλό [[τείχος]], σε Θουκ.· <i>κατὰ βραχύ</i>, λίγο-λίγο, σταδιακά, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται και για [[ποσότητα]], [[λίγος]]· <i>διὰ βραχέων</i>, με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.· <i>διὰ βραχυτάτων</i>, σε Δημ.· επίρρ., [[βραχέως]], [[σύντομα]], περιληπτικά, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> επίσης χρησιμοποιείται και για [[ποιότητα]], [[ταπεινός]], [[ασήμαντος]], σε Σοφ.· λέγεται και για πράγματα, [[μικρός]], [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]], στον ίδ. κ.λπ.· ουδ. ως επίρρ., <i>βραχὺ φροντίζειν τινός</i>, [[σκέφτομαι]] επιπόλαια, αψήφιστα, ασυλλόγιστα για [[κάτι]], [[αδιαφορώ]], σε Δημ.
|lsmtext='''βραχύς:''' -εῖα, (Ιων. -έα), -ύ, συγκρ. [[βραχύτερος]], [[βραχίων]], υπερθ. [[βραχύτατος]], [[βράχιστος]]· [[σύντομος]], Λατ. [[brevis]].<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον χώρο και τον χρόνο, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐν βραχεῖ</i> (Ιων. <i>βραχέϊ</i>), σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], συνοπτικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>διὰ βραχέος</i>, σε Θουκ.· επίρρ., [[βραχέως]], ανεπαρκώς, λίγο, [[σπανίως]], σε αραιά διαστήματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για το [[μέγεθος]], [[κοντός]], [[μικρός]], [[λίγος]], σε Πίνδ., Σοφ.· βραχὺ [[τεῖχος]], το [[κοντό]], χαμηλό [[τείχος]], σε Θουκ.· <i>κατὰ βραχύ</i>, λίγο-λίγο, σταδιακά, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται και για [[ποσότητα]], [[λίγος]]· <i>διὰ βραχέων</i>, με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.· <i>διὰ βραχυτάτων</i>, σε Δημ.· επίρρ., [[βραχέως]], [[σύντομα]], περιληπτικά, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> επίσης χρησιμοποιείται και για [[ποιότητα]], [[ταπεινός]], [[ασήμαντος]], σε Σοφ.· λέγεται και για πράγματα, [[μικρός]], [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]], στον ίδ. κ.λπ.· ουδ. ως επίρρ., <i>βραχὺ φροντίζειν τινός</i>, [[σκέφτομαι]] επιπόλαια, αψήφιστα, ασυλλόγιστα για [[κάτι]], [[αδιαφορώ]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰχύς:''' εῖα, ион. έα, ύ (compar. [[βραχύτερος]], [[βραχίων]] и [[βράσσων]]; superl. [[βραχύτατος]] и [[βράχιστος]])<br /><b class="num">1)</b> короткий, недлинный ([[ὁδός]] Pind., Plat., Plut.; [[αἰχμή]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> невысокий, низкий ([[τεῖχος]] Thuc.): β. μορφάν Pind. малорослый;<br /><b class="num">3)</b> узкий, неглубокий ([[φάλαγξ]] Xen.; [[τάξις]] Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> короткий, недолгий ([[βίος]] Her.; [[χρόνος]] Aesch., Plat.; [[ἡμέρα]] Arst.): ἐν βραχεῖ Plat. (ἐν βραχεϊ Her.) вскоре, Pind., Xen. вкратце; διὰ βραχέος Thuc. в короткое время или спустя короткое время; διὰ βραχέων Plat. в немногих словах: κατὰ [[βραχύ]] Plat. вкратце, Thuc., Polyb. понемногу, мало-помалу;<br /><b class="num">5)</b> грам. краткий (φωνῆεν Arst.);<br /><b class="num">6)</b> мелкий, небольшой, незначительный ([[οὐσία]] Isae.; [[κέρδος]] Lys., Plat.; [[ἔργον]] Xen.; [[πλῆθος]] Arst.; [[ἀφορμή]] Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> немногочисленный, скудный (μέρη Plat.; ἱππεῖς Polyb.).
}}
}}