Anonymous

βρέτας: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βρέτας]], το (Α)<br /><b>1.</b> ξύλινο [[ομοίωμα]] θεών, [[ξόανο]]<br /><b>2.</b> [[ξύλινος]] [[ανδριάντας]]<br /><b>3.</b> (για άνθρωπο) [[κούτσουρο]], [[βλάκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. μεσογειακής προελεύσεως. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία [[βρέτας]] <span style="color: red;"><</span> <i>bheredh</i>- «[[κόβω]]», <i>bhrdho</i>- «[[ξύλο]]», και [[εκείνη]] [[κατά]] την οποία [[βρέτας]] <span style="color: red;"><</span> <i>bhretom</i> δεν γίνονται αποδεκτές, [[γιατί]] το -<i>τ</i>- παραμένει ανερμήνευτο].
|mltxt=[[βρέτας]], το (Α)<br /><b>1.</b> ξύλινο [[ομοίωμα]] θεών, [[ξόανο]]<br /><b>2.</b> [[ξύλινος]] [[ανδριάντας]]<br /><b>3.</b> (για άνθρωπο) [[κούτσουρο]], [[βλάκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. μεσογειακής προελεύσεως. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία [[βρέτας]] <span style="color: red;"><</span> <i>bheredh</i>- «[[κόβω]]», <i>bhrdho</i>- «[[ξύλο]]», και [[εκείνη]] [[κατά]] την οποία [[βρέτας]] <span style="color: red;"><</span> <i>bhretom</i> δεν γίνονται αποδεκτές, [[γιατί]] το -<i>τ</i>- παραμένει ανερμήνευτο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρέτας:''' τό, γεν. <i>βρέτεος</i>, πληθ. ονομ. και αιτ. <i>βρέτεα</i>, συνηρ. [[βρέτη]], γεν. <i>βρετέων</i>, το ξύλινο [[ομοίωμα]] του θεού, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}