3,270,341
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρέτας:''' τό, γεν. <i>βρέτεος</i>, πληθ. ονομ. και αιτ. <i>βρέτεα</i>, συνηρ. [[βρέτη]], γεν. <i>βρετέων</i>, το ξύλινο [[ομοίωμα]] του θεού, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''βρέτας:''' τό, γεν. <i>βρέτεος</i>, πληθ. ονομ. και αιτ. <i>βρέτεα</i>, συνηρ. [[βρέτη]], γεν. <i>βρετέων</i>, το ξύλινο [[ομοίωμα]] του θεού, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρέτας:''' εος τό деревянный идол, истукан Aesch., Eur., Arph., Plut. | |||
}} | }} |