Anonymous

βρέτας: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρέτας:''' τό, γεν. <i>βρέτεος</i>, πληθ. ονομ. και αιτ. <i>βρέτεα</i>, συνηρ. [[βρέτη]], γεν. <i>βρετέων</i>, το ξύλινο [[ομοίωμα]] του θεού, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''βρέτας:''' τό, γεν. <i>βρέτεος</i>, πληθ. ονομ. και αιτ. <i>βρέτεα</i>, συνηρ. [[βρέτη]], γεν. <i>βρετέων</i>, το ξύλινο [[ομοίωμα]] του θεού, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''βρέτας:''' εος τό деревянный идол, истукан Aesch., Eur., Arph., Plut.
}}
}}