Anonymous

ἀποσφακελίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποσφακελίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παθαίνω]] κρυοπαγήματα και απονεκρώνονται τα [[μέλη]] μου<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι ή κατέχομαι από σπασμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφακελίζω]] «[[υποφέρω]] από [[γάγγραινα]]»].
|mltxt=[[ἀποσφακελίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παθαίνω]] κρυοπαγήματα και απονεκρώνονται τα [[μέλη]] μου<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι ή κατέχομαι από σπασμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφακελίζω]] «[[υποφέρω]] από [[γάγγραινα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσφᾰκελίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πεθαίνω]] εξαιτίας της απονέκρωσης των μελών μου από [[γάγγραινα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> καταλαμβάνομαι από σφαδασμούς, [[σφαδάζω]], σε Πλούτ.
}}
}}