Anonymous

ἀποσφακελίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσφᾰκελίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πεθαίνω]] εξαιτίας της απονέκρωσης των μελών μου από [[γάγγραινα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> καταλαμβάνομαι από σφαδασμούς, [[σφαδάζω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποσφᾰκελίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πεθαίνω]] εξαιτίας της απονέκρωσης των μελών μου από [[γάγγραινα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> καταλαμβάνομαι από σφαδασμούς, [[σφαδάζω]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσφᾰκελίζω:''' <b class="num">1)</b> заболевать сухой гангреной Her.;<br /><b class="num">2)</b> страдать падучей болезнью Plut.
}}
}}