Anonymous

βληχώδης: Difference between revisions

From LSJ
3
(big3_9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[borreguil]], [[estúpido]] μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β. Babr.93.5, cf. <i>Const.App</i>.8.40.3, <i>Et.Gen</i>.α 1205.
|dgtxt=-ες<br />[[borreguil]], [[estúpido]] μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β. Babr.93.5, cf. <i>Const.App</i>.8.40.3, <i>Et.Gen</i>.α 1205.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βληχώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που βελάζει, [[προβατώδης]], σε Βάβρ.
}}
}}