Anonymous

βληχώδης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βληχώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που βελάζει, [[προβατώδης]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''βληχώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που βελάζει, [[προβατώδης]], σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βληχώδης:''' досл. блеющий, перен. глупый Babr.
}}
}}