3,253,642
edits
(8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[γλύφω]])<br /><b>1.</b> [[λαξεύω]] με [[γλύφανο]] σκληρή ύλη, [[σκαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[χαράσσω]] διακοσμητικές παραστάσεις σε σκληρή ύλη<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. [[καταγράφω]] («γλύφων τόκους» — για τον τοκογλύφο που καταγράφει [[λεπτομερώς]] τί του χρωστάνε)<br />II. <i>γλύφομαι</i><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον [[άλλο]] να κάνει γλυπτή [[παράσταση]]<br /><b>2.</b> (για αβγά) εκκολάπτομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε IE <i>gleubh</i>- «[[κόβω]], [[χαράζω]], [[σμιλεύω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. άνω γερμ. <i>klioban</i> «[[σκάβω]]», λατ. <i>gl</i><i>ū</i><i>b</i><i>ō</i>), μπορεί δε να συσχετιστεί με το [[γλαφυρός]]. | |mltxt=(AM [[γλύφω]])<br /><b>1.</b> [[λαξεύω]] με [[γλύφανο]] σκληρή ύλη, [[σκαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[χαράσσω]] διακοσμητικές παραστάσεις σε σκληρή ύλη<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. [[καταγράφω]] («γλύφων τόκους» — για τον τοκογλύφο που καταγράφει [[λεπτομερώς]] τί του χρωστάνε)<br />II. <i>γλύφομαι</i><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον [[άλλο]] να κάνει γλυπτή [[παράσταση]]<br /><b>2.</b> (για αβγά) εκκολάπτομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε IE <i>gleubh</i>- «[[κόβω]], [[χαράζω]], [[σμιλεύω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. άνω γερμ. <i>klioban</i> «[[σκάβω]]», λατ. <i>gl</i><i>ū</i><i>b</i><i>ō</i>), μπορεί δε να συσχετιστεί με το [[γλαφυρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γλύφω:''' [ῠ], μέλ. <i>γλύψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔγλυψα</i> — Παθ., αορ. αʹ μτχ. <i>γλυφθέν</i>, αορ. βʹ γλυφέν [ῠ], παρακ. <i>γέγλυμμαι</i> (συγγενές προς το [[γλάφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκαλίζω]], [[χαράσσω]] με [[μαχαίρι]], σε Αριστοφ.· [[γλύφω]] σφρηγῖδας, τις [[εγχαράσσω]], τις [[εντυπώνω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για γλύπτες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σημειώνω]], [[γράφω]] (πάνω σε αναθηματικές, κέρινες πλάκες), [[γλύφω]] τόκους, σε Ανθ. | |||
}} | }} |