Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλύφω: Difference between revisions

From LSJ
829 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλύφω:''' [ῠ], μέλ. <i>γλύψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔγλυψα</i> — Παθ., αορ. αʹ μτχ. <i>γλυφθέν</i>, αορ. βʹ γλυφέν [ῠ], παρακ. <i>γέγλυμμαι</i> (συγγενές προς το [[γλάφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκαλίζω]], [[χαράσσω]] με [[μαχαίρι]], σε Αριστοφ.· [[γλύφω]] σφρηγῖδας, τις [[εγχαράσσω]], τις [[εντυπώνω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για γλύπτες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σημειώνω]], [[γράφω]] (πάνω σε αναθηματικές, κέρινες πλάκες), [[γλύφω]] τόκους, σε Ανθ.
|lsmtext='''γλύφω:''' [ῠ], μέλ. <i>γλύψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔγλυψα</i> — Παθ., αορ. αʹ μτχ. <i>γλυφθέν</i>, αορ. βʹ γλυφέν [ῠ], παρακ. <i>γέγλυμμαι</i> (συγγενές προς το [[γλάφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκαλίζω]], [[χαράσσω]] με [[μαχαίρι]], σε Αριστοφ.· [[γλύφω]] σφρηγῖδας, τις [[εγχαράσσω]], τις [[εντυπώνω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για γλύπτες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σημειώνω]], [[γράφω]] (πάνω σε αναθηματικές, κέρινες πλάκες), [[γλύφω]] τόκους, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλύφω:''' (ῠ) (fut. γλύψω, pass.: aor. 1 ἐγλύφθην, aor. 2 ἐγλύφην, pf. γέγλυμμαι и [[ἔγλυμμαι]])<br /><b class="num">1)</b> выдалбливать, делать полым ([[ναῦς]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> вырезывать, гравировать (σφρηγῖδας Her.; δακτυλίους Plat.; ἐν ἀμεθύστῳ γεγλυμμένος Anth.): [[ἀδύνατος]] γλύφεσθαι Arst. не поддающийся гравировке; γλύψασθαι [[εἰκόνα]] ἐν σφραγῖδι Plut. заказать выгравировать изображение на печати;<br /><b class="num">3)</b> (на вощеных дощечках) тщательно записывать (τόκους Anth.).
}}
}}