3,253,554
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλύφω:''' [ῠ], μέλ. <i>γλύψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔγλυψα</i> — Παθ., αορ. αʹ μτχ. <i>γλυφθέν</i>, αορ. βʹ γλυφέν [ῠ], παρακ. <i>γέγλυμμαι</i> (συγγενές προς το [[γλάφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκαλίζω]], [[χαράσσω]] με [[μαχαίρι]], σε Αριστοφ.· [[γλύφω]] σφρηγῖδας, τις [[εγχαράσσω]], τις [[εντυπώνω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για γλύπτες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σημειώνω]], [[γράφω]] (πάνω σε αναθηματικές, κέρινες πλάκες), [[γλύφω]] τόκους, σε Ανθ. | |lsmtext='''γλύφω:''' [ῠ], μέλ. <i>γλύψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔγλυψα</i> — Παθ., αορ. αʹ μτχ. <i>γλυφθέν</i>, αορ. βʹ γλυφέν [ῠ], παρακ. <i>γέγλυμμαι</i> (συγγενές προς το [[γλάφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκαλίζω]], [[χαράσσω]] με [[μαχαίρι]], σε Αριστοφ.· [[γλύφω]] σφρηγῖδας, τις [[εγχαράσσω]], τις [[εντυπώνω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για γλύπτες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σημειώνω]], [[γράφω]] (πάνω σε αναθηματικές, κέρινες πλάκες), [[γλύφω]] τόκους, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλύφω:''' (ῠ) (fut. γλύψω, pass.: aor. 1 ἐγλύφθην, aor. 2 ἐγλύφην, pf. γέγλυμμαι и [[ἔγλυμμαι]])<br /><b class="num">1)</b> выдалбливать, делать полым ([[ναῦς]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> вырезывать, гравировать (σφρηγῖδας Her.; δακτυλίους Plat.; ἐν ἀμεθύστῳ γεγλυμμένος Anth.): [[ἀδύνατος]] γλύφεσθαι Arst. не поддающийся гравировке; γλύψασθαι [[εἰκόνα]] ἐν σφραγῖδι Plut. заказать выгравировать изображение на печати;<br /><b class="num">3)</b> (на вощеных дощечках) тщательно записывать (τόκους Anth.). | |||
}} | }} |