Anonymous

γλεῦκος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM γλεῡκος)<br />ο [[μούστος]], το νέο [[κρασί]] που δεν έχει [[ακόμη]] υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ποτό]] που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χυμός]] του σταφυλιού<br /><b>2.</b> η [[ορμή]] («τῆς ἡλικίας τὸ [[γλεῦκος]]»)<br /><b>3.</b> η [[γλυκύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος με απαθή [[βαθμίδα]] θέματος, που συνδέεται με το [[γλυκύς]]. Μορφολογικά αποτελεί μεταγενέστερο σχηματισμό [[κατά]] τα ουδέτερα σε -<i>ς</i> που κλίνονται [[κατά]] τον ίδιο τρόπο. Όσον αφορά στη [[σημασία]] της λ., έχει ως [[αφετηρία]] την [[έννοια]] «γλυκιά [[γεύση]]», «ζαχαρώδες», που δηλώνεται από την [[οικογένεια]] του [[γλυκύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γλεύκη]], [[γλεύκινος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γλευκίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γλευκαγωγός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγλευκής]], <i>αειγλεύκος</i>, [[πολύγλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλευκοζύγιο]] και <i>γλευκόζυγος</i>, [[γλευκομετρία]], [[γλευκόμετρο]], [[γλευκοπότης]], [[ζυθόγλευκος]]].
|mltxt=το (AM γλεῡκος)<br />ο [[μούστος]], το νέο [[κρασί]] που δεν έχει [[ακόμη]] υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ποτό]] που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χυμός]] του σταφυλιού<br /><b>2.</b> η [[ορμή]] («τῆς ἡλικίας τὸ [[γλεῦκος]]»)<br /><b>3.</b> η [[γλυκύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος με απαθή [[βαθμίδα]] θέματος, που συνδέεται με το [[γλυκύς]]. Μορφολογικά αποτελεί μεταγενέστερο σχηματισμό [[κατά]] τα ουδέτερα σε -<i>ς</i> που κλίνονται [[κατά]] τον ίδιο τρόπο. Όσον αφορά στη [[σημασία]] της λ., έχει ως [[αφετηρία]] την [[έννοια]] «γλυκιά [[γεύση]]», «ζαχαρώδες», που δηλώνεται από την [[οικογένεια]] του [[γλυκύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γλεύκη]], [[γλεύκινος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γλευκίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γλευκαγωγός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγλευκής]], <i>αειγλεύκος</i>, [[πολύγλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλευκοζύγιο]] και <i>γλευκόζυγος</i>, [[γλευκομετρία]], [[γλευκόμετρο]], [[γλευκοπότης]], [[ζυθόγλευκος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλεῦκος:''' -εος, τό ([[γλυκύς]]), Λατ. [[mustum]], ο [[μούστος]], το νέο [[κρασί]] που δεν ζυμώθηκε, σε Αριστ.
}}
}}