Anonymous

γλεῦκος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλεῦκος:''' -εος, τό ([[γλυκύς]]), Λατ. [[mustum]], ο [[μούστος]], το νέο [[κρασί]] που δεν ζυμώθηκε, σε Αριστ.
|lsmtext='''γλεῦκος:''' -εος, τό ([[γλυκύς]]), Λατ. [[mustum]], ο [[μούστος]], το νέο [[κρασί]] που δεν ζυμώθηκε, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλεῦκος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> сусло Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> сладкое молодое вино Arst.;<br /><b class="num">3)</b> сладость Arst.
}}
}}