Anonymous

δαιδαλόχειρ: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιδαλόχειρ]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει έμπειρο [[χέρι]].
|mltxt=[[δαιδαλόχειρ]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει έμπειρο [[χέρι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαιδᾰλόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[επιδεξιότητα]], αυτός που έχει ικανά χέρια, [[δεξιοτέχνης]], [[επιδέξιος]], σε Ανθ.
}}
}}