Anonymous

δαιδαλόχειρ: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαιδᾰλόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[επιδεξιότητα]], αυτός που έχει ικανά χέρια, [[δεξιοτέχνης]], [[επιδέξιος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δαιδᾰλόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[επιδεξιότητα]], αυτός που έχει ικανά χέρια, [[δεξιοτέχνης]], [[επιδέξιος]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=δαιδαλόχειρ -ειρος [δαίδαλος, χείρ] als adj. met vaardige hand.
}}
}}