3,277,220
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαιδᾰλόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[επιδεξιότητα]], αυτός που έχει ικανά χέρια, [[δεξιοτέχνης]], [[επιδέξιος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''δαιδᾰλόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[επιδεξιότητα]], αυτός που έχει ικανά χέρια, [[δεξιοτέχνης]], [[επιδέξιος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαιδαλόχειρ -ειρος [δαίδαλος, χείρ] als adj. met vaardige hand. | |||
}} | }} |