3,274,216
edits
(8) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εία, -ύ και [[δασός]], -ιά, -ό (AM [[δασύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b><br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> [[πυκνός]]<br /><b>3.</b> (για φυτά) [[πυκνόφυλλος]], [[φουντωτός]]<br /><b>4.</b> (για τόπους) [[θαμνώδης]], με πυκνή [[βλάστηση]]<br /><b>5.</b> (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ [[πνεύμα]], με [[δασεία]]<br />II. [[δασέως]] και [[δασιά]] (AM [[δασέως]]) <b>επίρρ.</b><br />[[πυκνά]], φουντωτά<br /><b>αρχ.</b><br />με δασύ [[πνεύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα [[ούρα]]) [[σκοτεινός]], [[θολός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) (για φαλακρό) «δασὺς [[γίγνομαι]]» — [[βγάζω]] [[πάλι]] μαλλιά<br />β) «[[γέρα]] [[δασέα]] βοῶν» ή «βοῶν δασειῶν ὠμοβόινα» — δερμάτινες ασπίδες από τις οποίες δεν έχει αφαιρεθεί η [[τρίχα]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[δασεία]] (AM δασεῑα)<br /><b>1.</b> το δασύ [[πνεύμα]]<br /><b>2.</b> το [[σύμβολο]] του δασέος πνεύματος (‘)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) [[δασέα]], τα<br />δασώδεις ή θαμνώδεις περιοχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE <i>dns</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του <i>dens</i>- «[[πυκνός]], [[δασύς]]». Κατ άλλους ο τ. [[δασύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>δασσύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>dens</i>- / <i>dns</i>-) με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>σσ</i>·. Τέλος υποστηρίχτηκε η [[άποψη]] ότι η λ. [[δασύς]] συνδέεται με το Δελφικό κύριο όνομα <i>Δατύς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δασύνω]], [[δασύτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[Δασύλλιος]], [[δάσυμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δασύκνημος]], [[δασύμαλλος]], [[δασύπους]], [[δασύπρωκτος]], [[δασυπώγων]], [[δασύστερνος]], [[δασύστηθος]], [[δασύστομο]] (Α -<i>ς</i>), [[δασύφλοιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δασυγραφώ]], [[δασυκνήμις]], [[δασυκνήμων]], [[δασύπυγος]], [[δασύτρωγλος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δασύθριξ]], [[δασύκερκος]], [[δασυχαίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δασυμέτωπος]], [[δασύτονος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δασυγένειος]], [[δασύτριχος]], [[δασύφυλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δασύπτερος]], <i>δασύπτίλος</i>, [[δασύσκιος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφίδασυς]], <i>ένδασυς</i>, [[επίδασυς]], [[υπέρδασυς]], [[υπόδασυς]]]. | |mltxt=-εία, -ύ και [[δασός]], -ιά, -ό (AM [[δασύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b><br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> [[πυκνός]]<br /><b>3.</b> (για φυτά) [[πυκνόφυλλος]], [[φουντωτός]]<br /><b>4.</b> (για τόπους) [[θαμνώδης]], με πυκνή [[βλάστηση]]<br /><b>5.</b> (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ [[πνεύμα]], με [[δασεία]]<br />II. [[δασέως]] και [[δασιά]] (AM [[δασέως]]) <b>επίρρ.</b><br />[[πυκνά]], φουντωτά<br /><b>αρχ.</b><br />με δασύ [[πνεύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα [[ούρα]]) [[σκοτεινός]], [[θολός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) (για φαλακρό) «δασὺς [[γίγνομαι]]» — [[βγάζω]] [[πάλι]] μαλλιά<br />β) «[[γέρα]] [[δασέα]] βοῶν» ή «βοῶν δασειῶν ὠμοβόινα» — δερμάτινες ασπίδες από τις οποίες δεν έχει αφαιρεθεί η [[τρίχα]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[δασεία]] (AM δασεῑα)<br /><b>1.</b> το δασύ [[πνεύμα]]<br /><b>2.</b> το [[σύμβολο]] του δασέος πνεύματος (‘)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) [[δασέα]], τα<br />δασώδεις ή θαμνώδεις περιοχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE <i>dns</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του <i>dens</i>- «[[πυκνός]], [[δασύς]]». Κατ άλλους ο τ. [[δασύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>δασσύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>dens</i>- / <i>dns</i>-) με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>σσ</i>·. Τέλος υποστηρίχτηκε η [[άποψη]] ότι η λ. [[δασύς]] συνδέεται με το Δελφικό κύριο όνομα <i>Δατύς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δασύνω]], [[δασύτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[Δασύλλιος]], [[δάσυμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δασύκνημος]], [[δασύμαλλος]], [[δασύπους]], [[δασύπρωκτος]], [[δασυπώγων]], [[δασύστερνος]], [[δασύστηθος]], [[δασύστομο]] (Α -<i>ς</i>), [[δασύφλοιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δασυγραφώ]], [[δασυκνήμις]], [[δασυκνήμων]], [[δασύπυγος]], [[δασύτρωγλος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δασύθριξ]], [[δασύκερκος]], [[δασυχαίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δασυμέτωπος]], [[δασύτονος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δασυγένειος]], [[δασύτριχος]], [[δασύφυλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δασύπτερος]], <i>δασύπτίλος</i>, [[δασύσκιος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφίδασυς]], <i>ένδασυς</i>, [[επίδασυς]], [[υπέρδασυς]], [[υπόδασυς]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δᾰσύς:''' -εῖα, -ύ, Ιων. θηλ. [[δασέα]], αντίθ. προς το [[ψιλός]] με όλες τις σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[πυκνότριχος]], [[μαλλιαρός]], [[τριχωτός]], [[δασύτριχος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για νεαρούς λαγούς, [[χνουδωτός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με πυκνό [[φύλλωμα]], [[πυκνόφυλλος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], [[μαρούλι]] που έχει όλα του τα φύλλα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τόπους, αυτοί που έχουν πυκνή [[βλάστηση]] γεμάτη από θάμνους ή δέντρα, [[δασώδης]], [[δασωτός]], [[δασόφυτος]], στον ίδ.· διὰ [[τῶν]] δασέων, διαμέσου των δασών, σε Αριστοφ.· <i>δ. ὕλῃ</i>, πυκνόφυτος με δεντρύλλια υλοτομίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν., <i>δασὺς δένδρων</i>, σε Ξεν.· <i>τὸ δασύ</i>, [[δασώδης]] [[χώρα]], στον ίδ. | |||
}} | }} |