Anonymous

δασύς: Difference between revisions

From LSJ
1,341 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰσύς:''' -εῖα, -ύ, Ιων. θηλ. [[δασέα]], αντίθ. προς το [[ψιλός]] με όλες τις σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[πυκνότριχος]], [[μαλλιαρός]], [[τριχωτός]], [[δασύτριχος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για νεαρούς λαγούς, [[χνουδωτός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με πυκνό [[φύλλωμα]], [[πυκνόφυλλος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], [[μαρούλι]] που έχει όλα του τα φύλλα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τόπους, αυτοί που έχουν πυκνή [[βλάστηση]] γεμάτη από θάμνους ή δέντρα, [[δασώδης]], [[δασωτός]], [[δασόφυτος]], στον ίδ.· διὰ [[τῶν]] δασέων, διαμέσου των δασών, σε Αριστοφ.· <i>δ. ὕλῃ</i>, πυκνόφυτος με δεντρύλλια υλοτομίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν., <i>δασὺς δένδρων</i>, σε Ξεν.· <i>τὸ δασύ</i>, [[δασώδης]] [[χώρα]], στον ίδ.
|lsmtext='''δᾰσύς:''' -εῖα, -ύ, Ιων. θηλ. [[δασέα]], αντίθ. προς το [[ψιλός]] με όλες τις σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[πυκνότριχος]], [[μαλλιαρός]], [[τριχωτός]], [[δασύτριχος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για νεαρούς λαγούς, [[χνουδωτός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με πυκνό [[φύλλωμα]], [[πυκνόφυλλος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], [[μαρούλι]] που έχει όλα του τα φύλλα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τόπους, αυτοί που έχουν πυκνή [[βλάστηση]] γεμάτη από θάμνους ή δέντρα, [[δασώδης]], [[δασωτός]], [[δασόφυτος]], στον ίδ.· διὰ [[τῶν]] δασέων, διαμέσου των δασών, σε Αριστοφ.· <i>δ. ὕλῃ</i>, πυκνόφυτος με δεντρύλλια υλοτομίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν., <i>δασὺς δένδρων</i>, σε Ξεν.· <i>τὸ δασύ</i>, [[δασώδης]] [[χώρα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰσύς:''' [[δασεῖα|δᾰσεῖα]] (ион. [[δασέη|δᾰσέη]] и [[δασέα|δᾰσέα]]), [[δασύ|δᾰσύ]]<br /><b class="num">1)</b> густо обросший, волосатый (μασχάλαι Arph.; [[κεφαλή]], σιαγόνες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> мохнатый, косматый, пушистый ([[δέρμα]] αἰγός Hom.; χειρίδες, γέρρα [[βοῶν]] Xen.; [[ἱμάτιον]] Diog. L.);<br /><b class="num">3)</b> ветвистый, густолиственный ([[ῥῶπες]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> густой, пышный ([[θρῖδαξ]] Her.; [[στέφανος]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> густо поросший (γῆ ὕλῃ Her.; ποταμὸς δ. [[δένδρεσι]], но [[παράδεισος]] δ. δένδρων Xen.; ὕλαις [[ὁδός]] Plut.): πολλὰ [[δασέα]] [[ὄντα]] ἐλαίαις Lys. много масличных рощ;<br /><b class="num">6)</b> лесистый ([[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> густой, плотный (νεφέλαι Diod.);<br /><b class="num">8)</b> грам. густой, аспирированный (φωναί Arst.): [[πνεῦμα]] [[δασύ]] Sext. густое придыхание.
}}
}}