3,274,917
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[δεκατεύω]]) [[δεκάτη]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] ως [[φόρο]] το ένα δέκατο της παραγωγής ή άλλων αγαθών<br /><b>2.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον να καταβάλει «τὴν δεκάτην»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] σε [[θεότητα]] το ένα δέκατο τών γεωργικών προϊόντων («δεκατεύων τὰ ἐκ τοῡ ἀγροῡ ὡραῑα θυσίαν ἐποίει τῇ θεῷ» — ξεχωρίζοντας το ένα δέκατο της παραγωγής του πρόσφερε [[θυσία]] στη θεά)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[δεκατευτής]], [[εισπράττω]] «τὴν [[δεκάτη]]»<br /><b>3.</b> [[χωρίζω]] στρατιώτες σε [[δέκα]] τμήματα<br /><b>4.</b> [[χωρίζω]] στρατιώτες σε δεκάδες και [[εκτελώ]] τον τελευταίο [[κάθε]] δεκάδας<br /><b>5.</b> [[αρκτεύω]]<br /><b>6.</b> (για άστρα) βρίσκομαι ψηλότερα από κάποιον [[άλλο]]. | |mltxt=(AM [[δεκατεύω]]) [[δεκάτη]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] ως [[φόρο]] το ένα δέκατο της παραγωγής ή άλλων αγαθών<br /><b>2.</b> [[υποχρεώνω]] κάποιον να καταβάλει «τὴν δεκάτην»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] σε [[θεότητα]] το ένα δέκατο τών γεωργικών προϊόντων («δεκατεύων τὰ ἐκ τοῡ ἀγροῡ ὡραῑα θυσίαν ἐποίει τῇ θεῷ» — ξεχωρίζοντας το ένα δέκατο της παραγωγής του πρόσφερε [[θυσία]] στη θεά)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[δεκατευτής]], [[εισπράττω]] «τὴν [[δεκάτη]]»<br /><b>3.</b> [[χωρίζω]] στρατιώτες σε [[δέκα]] τμήματα<br /><b>4.</b> [[χωρίζω]] στρατιώτες σε δεκάδες και [[εκτελώ]] τον τελευταίο [[κάθε]] δεκάδας<br /><b>5.</b> [[αρκτεύω]]<br /><b>6.</b> (για άστρα) βρίσκομαι ψηλότερα από κάποιον [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεκατεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δεκάτη]]), [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] (ως [[φόρο]]) από κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να πληρώσει τη [[δεκάτη]]· <i>τούτους δεκατεῦσαι τῷ θεῷ</i>, να τους αναγκάσουν να πληρώσουν, να αποδώσουν τη [[δεκάτη]] στο όνομα του θεού, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, <i>δ. τὰ ἐξ ἄγρου ὡραῖα</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από αυτά (ως [[προσφορά]], [[θυσία]]), σε Ξεν.· και ομοίως, Παθ., <i>δεκατευθῆναι τῷ Διΐ</i>, σε Ηρόδ.· από όπου, η παροιμ. [[φράση]] ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι [[τὰς]] Θήβας, δηλ. ότι θα κυριεύονταν και υποχρεώνονταν να αποδώσουν τη [[δεκάτη]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |