Anonymous

δεκατεύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεκατεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δεκάτη]]), [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] (ως [[φόρο]]) από κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να πληρώσει τη [[δεκάτη]]· <i>τούτους δεκατεῦσαι τῷ θεῷ</i>, να τους αναγκάσουν να πληρώσουν, να αποδώσουν τη [[δεκάτη]] στο όνομα του θεού, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, <i>δ. τὰ ἐξ ἄγρου ὡραῖα</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από αυτά (ως [[προσφορά]], [[θυσία]]), σε Ξεν.· και ομοίως, Παθ., <i>δεκατευθῆναι τῷ Διΐ</i>, σε Ηρόδ.· από όπου, η παροιμ. [[φράση]] ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι [[τὰς]] Θήβας, δηλ. ότι θα κυριεύονταν και υποχρεώνονταν να αποδώσουν τη [[δεκάτη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δεκατεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δεκάτη]]), [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] (ως [[φόρο]]) από κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να πληρώσει τη [[δεκάτη]]· <i>τούτους δεκατεῦσαι τῷ θεῷ</i>, να τους αναγκάσουν να πληρώσουν, να αποδώσουν τη [[δεκάτη]] στο όνομα του θεού, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, <i>δ. τὰ ἐξ ἄγρου ὡραῖα</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από αυτά (ως [[προσφορά]], [[θυσία]]), σε Ξεν.· και ομοίως, Παθ., <i>δεκατευθῆναι τῷ Διΐ</i>, σε Ηρόδ.· από όπου, η παροιμ. [[φράση]] ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι [[τὰς]] Θήβας, δηλ. ότι θα κυριεύονταν και υποχρεώνονταν να αποδώσουν τη [[δεκάτη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκᾰτεύω:''' <b class="num">1)</b> посвящать десятую долю (τι τῷ θεῷ Her., Xen.);<br /><b class="num">2)</b> облагать десятиной (τινά Dem.): δεκατεῦσαί τινα τῷ θεῷ Her., Polyb. обложить кого-л. десятиной в пользу божества;<br /><b class="num">3)</b> собирать десятину Arph.;<br /><b class="num">4)</b> наказывать или казнить каждого десятого, децимировать ([[εἴτε]] δ., εἴτ᾽ ἄλλῳ τρόπῳ κολάζειν Plut.).
}}
}}