Anonymous

δαίω: Difference between revisions

From LSJ
2,081 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δαίω]] (Α)<br /><b>1.</b><br /><b>1.</b> [[ανάβω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να καίει<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[κατακαίω]]<br /><b>3.</b> [[καυτηριάζω]]<br />II. [[δαίομαι]]<br />απλώνομαι με [[ταχύτητα]] φωτιάς, [[μαίνομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δαίω]] <span style="color: red;"><</span> <i>δaίFω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δaFγω</i> (με [[επένθεση]]) ή <span style="color: red;"><</span> <i>δayyω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δaF</i>- <i>yω</i> (με [[αφομοίωση]] και [[απλοποίηση]]) από ΙΕ <i>də</i><sub>z</sub><i>w</i> (ελλ. <i>δάF</i>-), μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της IE <i>deə</i><sub>z</sub>-<i>w</i>- (ελλ. <i>δάF</i>-) «[[καίω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>dunόti</i> «[[καίω]]»)].———————— <b>(II)</b><br />[[δαίω]] (Α)<br />Ι. 1. [[διαιρώ]], [[χωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[σχίζω]], [[ξεσχίζω]], [[πληγώνω]]<br />II. [[δαίομαι]]<br /><b>1.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>2.</b> [[τρώγω]] [[κάτι]], ευχαριστιέμαι τρώγοντας [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ρήμα]] εμφανίζεται [[συνήθως]] ως [[μέσο]], [[δαίομαι]]<br />ο ενεργ. τ. [[δαίω]] με τη σημ. «[[διαιρώ]], [[χωρίζω]]» απαντά σπάνια και αντ' [[αυτού]] χρησιμοποιείται το [[δαΐζω]]<br />Το [[δαίομαι]] (του οποίου το -<i>ι</i>- έχει διατηρηθεί αναλογικά, πιθ. από τον μέλλ. <i>δαίσω</i> και από λέξεις της ίδιας οικογένειας) συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dayate</i> «[[διαιρώ]], [[διανέμω]], [[καταστρέφω]]», <i>d</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[κόβω]]», <i>dya</i>-<i>ti</i> «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]», <i>diti</i>- «[[διανομή]], [[μοίρασμα]]», που ανάγονται σε αρχική [[ρίζα]] <i>d</i><i>ā</i><i>i</i>- (με μακρόφωνη δίφθογγο), η οποία εμφανίζεται και με τις μορφές <i>d</i><i>ā</i>-, <i>dăi</i>- (<i>dəi</i>-), <i>dĩ</i>. Λαμβάνοντας υπ' όψη τις σημασίες αυτές, [[είναι]] πιθ. ότι το ρ. [[δαίομαι]] συνδέεται με το [[δήμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[δατέομαι]], [[δάπτω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δαίω]] (Α)<br /><b>1.</b><br /><b>1.</b> [[ανάβω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να καίει<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[κατακαίω]]<br /><b>3.</b> [[καυτηριάζω]]<br />II. [[δαίομαι]]<br />απλώνομαι με [[ταχύτητα]] φωτιάς, [[μαίνομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δαίω]] <span style="color: red;"><</span> <i>δaίFω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δaFγω</i> (με [[επένθεση]]) ή <span style="color: red;"><</span> <i>δayyω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δaF</i>- <i>yω</i> (με [[αφομοίωση]] και [[απλοποίηση]]) από ΙΕ <i>də</i><sub>z</sub><i>w</i> (ελλ. <i>δάF</i>-), μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της IE <i>deə</i><sub>z</sub>-<i>w</i>- (ελλ. <i>δάF</i>-) «[[καίω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>dunόti</i> «[[καίω]]»)].———————— <b>(II)</b><br />[[δαίω]] (Α)<br />Ι. 1. [[διαιρώ]], [[χωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[σχίζω]], [[ξεσχίζω]], [[πληγώνω]]<br />II. [[δαίομαι]]<br /><b>1.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>2.</b> [[τρώγω]] [[κάτι]], ευχαριστιέμαι τρώγοντας [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ρήμα]] εμφανίζεται [[συνήθως]] ως [[μέσο]], [[δαίομαι]]<br />ο ενεργ. τ. [[δαίω]] με τη σημ. «[[διαιρώ]], [[χωρίζω]]» απαντά σπάνια και αντ' [[αυτού]] χρησιμοποιείται το [[δαΐζω]]<br />Το [[δαίομαι]] (του οποίου το -<i>ι</i>- έχει διατηρηθεί αναλογικά, πιθ. από τον μέλλ. <i>δαίσω</i> και από λέξεις της ίδιας οικογένειας) συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dayate</i> «[[διαιρώ]], [[διανέμω]], [[καταστρέφω]]», <i>d</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[κόβω]]», <i>dya</i>-<i>ti</i> «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]», <i>diti</i>- «[[διανομή]], [[μοίρασμα]]», που ανάγονται σε αρχική [[ρίζα]] <i>d</i><i>ā</i><i>i</i>- (με μακρόφωνη δίφθογγο), η οποία εμφανίζεται και με τις μορφές <i>d</i><i>ā</i>-, <i>dăi</i>- (<i>dəi</i>-), <i>dĩ</i>. Λαμβάνοντας υπ' όψη τις σημασίες αυτές, [[είναι]] πιθ. ότι το ρ. [[δαίομαι]] συνδέεται με το [[δήμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[δατέομαι]], [[δάπτω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαίω:''' (Α), Ενεργ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. — Παθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ [[δάηται]]· ομοίως επίσης Ενεργ. παρακ. βʹ [[δέδηα]] (χρησιμ. ως ενεστ.), υπερσ. <i>δεδήειν</i> (ως παρατ.)· μτχ. αορ. αʹ [[δαισθείς]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάβω]], [[πυρπολώ]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[αναφλέγω]], [[εξάπτω]], [[φλογίζω]], Λατ. [[accendo]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. — Παθ., [[φλέγω]], [[κατακαίω]] με [[αγριότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· πυρὶ [[ὄσσε]] [[δεδήει]], φλέγονταν, λαμπάδιαζαν, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., [[πόλεμος]], [[μάχη]] [[δέδηε]], ο [[πόλεμος]] φούντωνε, βρισκόταν σε [[ακμή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὄσσα]] [[δεδήει]], η [[φήμη]] εξαπλώθηκε σαν [[φωτιά]], με γοργό ρυθμό, Λατ. flagrat [[rumor]], στο ίδ.·<br /><b class="num">II.</b> [[καίω]], [[κατακαίω]], [[φλογίζω]], Λατ. [[uro]] — Παθ., [[δαισθείς]], σε Ευρ. (√<i>ΔΑϜ</i>, η οποία εμφανίζεται στην μτχ. Παθ. παρακ. <i>δε-δαυμένος</i>, σε Σιμων.).<br /><b class="num">• [[δαίω]]:</b> (Β), [[διαχωρίζω]], [[διαμοιράζω]], [[διαιρώ]]· για την Ενεργ., χρησιμ. το <i>δαΐζω</i> — Παθ., δαίεται [[ἦτορ]], σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Επικ. παρακ., διχθὰ [[δεδαίαται]], έχουν χωριστεί στα δυο, στο ίδ. — Μέσ., [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[κρέα]], στο ίδ.· ο αόρ. αʹ [[ἔδαισα]], <i>ἐδαισάμην</i> ανήκει στο [[δαίνυμι]]· μέλ. [[δάσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐδασάμην]] στο [[δατέομαι]].
}}
}}