Anonymous

δαίω: Difference between revisions

From LSJ
1,531 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαίω:''' (Α), Ενεργ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. — Παθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ [[δάηται]]· ομοίως επίσης Ενεργ. παρακ. βʹ [[δέδηα]] (χρησιμ. ως ενεστ.), υπερσ. <i>δεδήειν</i> (ως παρατ.)· μτχ. αορ. αʹ [[δαισθείς]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάβω]], [[πυρπολώ]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[αναφλέγω]], [[εξάπτω]], [[φλογίζω]], Λατ. [[accendo]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. — Παθ., [[φλέγω]], [[κατακαίω]] με [[αγριότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· πυρὶ [[ὄσσε]] [[δεδήει]], φλέγονταν, λαμπάδιαζαν, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., [[πόλεμος]], [[μάχη]] [[δέδηε]], ο [[πόλεμος]] φούντωνε, βρισκόταν σε [[ακμή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὄσσα]] [[δεδήει]], η [[φήμη]] εξαπλώθηκε σαν [[φωτιά]], με γοργό ρυθμό, Λατ. flagrat [[rumor]], στο ίδ.·<br /><b class="num">II.</b> [[καίω]], [[κατακαίω]], [[φλογίζω]], Λατ. [[uro]] — Παθ., [[δαισθείς]], σε Ευρ. (√<i>ΔΑϜ</i>, η οποία εμφανίζεται στην μτχ. Παθ. παρακ. <i>δε-δαυμένος</i>, σε Σιμων.).<br /><b class="num">• [[δαίω]]:</b> (Β), [[διαχωρίζω]], [[διαμοιράζω]], [[διαιρώ]]· για την Ενεργ., χρησιμ. το <i>δαΐζω</i> — Παθ., δαίεται [[ἦτορ]], σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Επικ. παρακ., διχθὰ [[δεδαίαται]], έχουν χωριστεί στα δυο, στο ίδ. — Μέσ., [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[κρέα]], στο ίδ.· ο αόρ. αʹ [[ἔδαισα]], <i>ἐδαισάμην</i> ανήκει στο [[δαίνυμι]]· μέλ. [[δάσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐδασάμην]] στο [[δατέομαι]].
|lsmtext='''δαίω:''' (Α), Ενεργ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. — Παθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ [[δάηται]]· ομοίως επίσης Ενεργ. παρακ. βʹ [[δέδηα]] (χρησιμ. ως ενεστ.), υπερσ. <i>δεδήειν</i> (ως παρατ.)· μτχ. αορ. αʹ [[δαισθείς]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάβω]], [[πυρπολώ]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[αναφλέγω]], [[εξάπτω]], [[φλογίζω]], Λατ. [[accendo]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. — Παθ., [[φλέγω]], [[κατακαίω]] με [[αγριότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· πυρὶ [[ὄσσε]] [[δεδήει]], φλέγονταν, λαμπάδιαζαν, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., [[πόλεμος]], [[μάχη]] [[δέδηε]], ο [[πόλεμος]] φούντωνε, βρισκόταν σε [[ακμή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὄσσα]] [[δεδήει]], η [[φήμη]] εξαπλώθηκε σαν [[φωτιά]], με γοργό ρυθμό, Λατ. flagrat [[rumor]], στο ίδ.·<br /><b class="num">II.</b> [[καίω]], [[κατακαίω]], [[φλογίζω]], Λατ. [[uro]] — Παθ., [[δαισθείς]], σε Ευρ. (√<i>ΔΑϜ</i>, η οποία εμφανίζεται στην μτχ. Παθ. παρακ. <i>δε-δαυμένος</i>, σε Σιμων.).<br /><b class="num">• [[δαίω]]:</b> (Β), [[διαχωρίζω]], [[διαμοιράζω]], [[διαιρώ]]· για την Ενεργ., χρησιμ. το <i>δαΐζω</i> — Παθ., δαίεται [[ἦτορ]], σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Επικ. παρακ., διχθὰ [[δεδαίαται]], έχουν χωριστεί στα δυο, στο ίδ. — Μέσ., [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[κρέα]], στο ίδ.· ο αόρ. αʹ [[ἔδαισα]], <i>ἐδαισάμην</i> ανήκει στο [[δαίνυμι]]· μέλ. [[δάσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐδασάμην]] στο [[δατέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δαίω:''' <b class="num">II</b><br /><b class="num">1)</b> зажигать ([[πῦρ]] Hom.; φλόγα Hom., Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> pass. загораться, гореть (ἐδαίετο [[φλόξ]] Soph.; λύχνοι δαιόμενοι Theocr.); перен. загораться, вспыхивать ([[πόλεμος]] [[δέδηε]] Hom.): πυρὶ [[ὄσσε]] [[δεδήει]] Hom. (его) глаза сверкали огнем; [[μετὰ]] [[σφίσιν]] [[ὄσσα]] [[δεδήει]] Hom. носилась между ними молва; οἰμωγὴ [[δέδηε]] Hom. раздался вопль;<br /><b class="num">3)</b> поджигать, воспламенять (ξύλα Hom.);<br /><b class="num">4)</b> сжигать, опустошать огнем (χώραν Dem.).<br />только med.-pass.<br /><b class="num">1)</b> med. делить, разделять (κτήματα δάσσασθαί τινος, [[ἄνδιχα]] πάντα Hom.; [[τρεῖς]] μοίρας πάντα τὸν στρατόν Her.);<br /><b class="num">2)</b> med. распределять, раздавать, оделять ([[κρέα]] μνηστῆρσι Hom.; πήματα βροτοῖς Pind.);<br /><b class="num">3)</b> pass. быть разделяемым или разделенным ([[διχθά]], [[δίχα]] и [[τριχθά]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> pass. разрываться ([[ἀλλά]] μοι δαίεται [[ἦτορ]] Hom.).
}}
}}