Anonymous

διαβαπτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαβαπτίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αμιλλώμαι]] σε κολυμβητικό αγώνα<br /><b>2.</b> [[συναγωνίζομαι]] κάποιον σε κακολογίες.
|mltxt=[[διαβαπτίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αμιλλώμαι]] σε κολυμβητικό αγώνα<br /><b>2.</b> [[συναγωνίζομαι]] κάποιον σε κακολογίες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβαπτίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[συναγωνίζομαι]] στο [[κολύμπι]]· μεταφ., [[φιλονικώ]], [[καταστολίζω]] με βρισιές κάποιον, [[συναγωνίζομαι]] στα πρόστυχα [[λόγια]], στη βωμολογία με, <i>τινι</i>, σε Δημ.
}}
}}