Anonymous

διαβαπτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβαπτίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[συναγωνίζομαι]] στο [[κολύμπι]]· μεταφ., [[φιλονικώ]], [[καταστολίζω]] με βρισιές κάποιον, [[συναγωνίζομαι]] στα πρόστυχα [[λόγια]], στη βωμολογία με, <i>τινι</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''διαβαπτίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[συναγωνίζομαι]] στο [[κολύμπι]]· μεταφ., [[φιλονικώ]], [[καταστολίζω]] με βρισιές κάποιον, [[συναγωνίζομαι]] στα πρόστυχα [[λόγια]], στη βωμολογία με, <i>τινι</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβαπτίζομαι:''' досл. нырять взапуски, перен. перебраниваться, ругаться (τινι Dem.).
}}
}}