Anonymous

δευσοποιός: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δευσοποιός]], -όν)<br />ο βαφέας<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. (για [[χρώμα]]) ο [[ανεξίτηλος]], αυτός που χρωματίζει [[βαθιά]]<br /><b>2.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]] («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ [[δόξα]] γίγνοιτο»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δευσοποιῶς</i><br /><b>1.</b> (για [[βαφή]]) ανεξίτηλα<br /><b>2.</b> ανεξάλειπτα, αλησμόνητα.
|mltxt=ο (Α [[δευσοποιός]], -όν)<br />ο βαφέας<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. (για [[χρώμα]]) ο [[ανεξίτηλος]], αυτός που χρωματίζει [[βαθιά]]<br /><b>2.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]] («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ [[δόξα]] γίγνοιτο»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δευσοποιῶς</i><br /><b>1.</b> (για [[βαφή]]) ανεξίτηλα<br /><b>2.</b> ανεξάλειπτα, αλησμόνητα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δευσοποιός:''' -όν ([[δεύω]], [[ποιέω]]), διαποτισμένος, ανεξίτηλα [[βαμμένος]], λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ., Λουκ.
}}
}}