Anonymous

δευσοποιός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δευσοποιός:''' -όν ([[δεύω]], [[ποιέω]]), διαποτισμένος, ανεξίτηλα [[βαμμένος]], λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ., Λουκ.
|lsmtext='''δευσοποιός:''' -όν ([[δεύω]], [[ποιέω]]), διαποτισμένος, ανεξίτηλα [[βαμμένος]], λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ., Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=δευσοποιός -ον [δεύω, ποιέω] kleur-echt:; δευσοποιοῖς... φαρμάκοις met kleurechte verf Luc. 43.16; overdr.: ἵνα δευσοποιός... ἡ δόξα γίγνοιτο opdat hun mening niet verbleekt Plat. Resp. 430a.
}}
}}