Anonymous

δήκτης: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δήκτης]]) [[δάκνω]]<br />αυτός που δαγκώνει, ο [[δηκτικός]].
|mltxt=ο (AM [[δήκτης]]) [[δάκνω]]<br />αυτός που δαγκώνει, ο [[δηκτικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δήκτης:''' -ου, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει, που τσιμπά, σε Ανθ.
}}
}}