Anonymous

δημωφελής: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[δημωφελής]], -ές)<br />αυτός που [[είναι]] [[ωφέλιμος]] στον λαό, ο [[εθνωφελής]], ο [[κοινωφελής]] («δημωφελή έργα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, [[φιλάνθρωπος]], [[φιλόλαος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δημωφελές</i><br />το κοινό καλό, το [[δημόσιο]] [[συμφέρον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όφελος</i> (το) (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ανωφελής]], [[κοινωφελής]], [[οικωφελής]])].
|mltxt=-ές (AM [[δημωφελής]], -ές)<br />αυτός που [[είναι]] [[ωφέλιμος]] στον λαό, ο [[εθνωφελής]], ο [[κοινωφελής]] («δημωφελή έργα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, [[φιλάνθρωπος]], [[φιλόλαος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δημωφελές</i><br />το κοινό καλό, το [[δημόσιο]] [[συμφέρον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όφελος</i> (το) (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ανωφελής]], [[κοινωφελής]], [[οικωφελής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[κοινός]] στη [[χρήση]], [[κοινόχρηστος]], [[κοινωφελής]], σε Πλάτ.
}}
}}