Anonymous

δημωφελής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[κοινός]] στη [[χρήση]], [[κοινόχρηστος]], [[κοινωφελής]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δημωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[κοινός]] στη [[χρήση]], [[κοινόχρηστος]], [[κοινωφελής]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δημωφελής:''' приносящий пользу народу, полезный для общества (λόγοι Plat.; [[ἡγεμών]] Plut.).
}}
}}