Anonymous

βομβήεις: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βομβήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[βόμβος]]<br />ο [[γεμάτος]] [[βόμβο]].
|mltxt=[[βομβήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[βόμβος]]<br />ο [[γεμάτος]] [[βόμβο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βομβήεις:''' -εσσα, -εν ([[βομβέω]]), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ.
}}
}}