Anonymous

διαπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαπίπτω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> (για ενέργειες) ακυρώνομαι, [[αποβαίνω]] [[ανώφελος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]]<br /><b>2.</b> (για φήμες) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι<br /><b>3.</b> [[σφάλλω]], [[αποτυγχάνω]]<br /><b>4.</b> καταστρέφομαι<br /><b>5.</b> [[σαπίζω]].
|mltxt=[[διαπίπτω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> (για ενέργειες) ακυρώνομαι, [[αποβαίνω]] [[ανώφελος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]]<br /><b>2.</b> (για φήμες) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι<br /><b>3.</b> [[σφάλλω]], [[αποτυγχάνω]]<br /><b>4.</b> καταστρέφομαι<br /><b>5.</b> [[σαπίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[ξεγλιστρώ]], [[εκπίπτω]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για διαδόσεις και ειδήσεις, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σπάω]] σε κομμάτια, κομματιάζομαι, τεμαχίζομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποτυγχάνω]] ολοσχερώς, αποδεικνύομαι εντελώς [[λάθος]], απατώμαι, [[σφάλλω]], σε Αριστοφ., Αισχίν.
}}
}}